εξαχνίζω

εξαχνίζω
και ξαχνίζω (Α ἐξαχνίζω)
1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αχνό
2. αποχωρίζω την άχνη
3. (για ζεστό ρόφημα) φυσώ τους αχνούς για να κρυώσει γρηγορότερα
4. γιαχνίζω*
αρχ.
καλύπτω με αχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη, κατά τα σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαχνώνω — και εξαχνώ, όω υποβάλλω σε εξάχνωση, εξαχνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη. Η λ. εξαχνώ μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”