- εξαχνίζω
- και ξαχνίζω (Α ἐξαχνίζω)1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αχνό2. αποχωρίζω την άχνη3. (για ζεστό ρόφημα) φυσώ τους αχνούς για να κρυώσει γρηγορότερα4. γιαχνίζω*αρχ.καλύπτω με αχνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη, κατά τα σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.